μπλε-μαρέν

μπλε-μαρέν
ο, η, το
άκλ.
1. αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα
2. (το ουδ). το μπλε-μαρέν
το χρώμα τού ωκεανού
3. φρ. «τόν έκανε μπλε-μαρέν στο ξύλο» — τόν έδειρε ανηλεώς, τόν μελάνιασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu marine «το μπλε τής θάλασσας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”